νʹ=50; ν͵=50000
- ναί
- ναός
- νάρδος
- ναυαγέω
- ναύκληρος
- ναῦς
- ναύτης
- νεανίας
- νεανίσκος
- νεκρός
- νεκρόω
- νέκρωσις
- νέος
- νεοσσός
- νεότης
- νεόφυτος
- νεύω
- νεφέλη
- νέφος
- νεφρός
- νεωκόρος
- νεωτερικός
- νεώτερος
- νή
- νήθω
- νηπιάζω
- νήπιος
- νησίον
- νῆσος
- νηστεία
- νηστεύω
- νῆστις
- νηφάλεος
- νηφάλιος
- νήφω
- νικάω
- νίκη
- νῖκος
- νιπτήρ
- νίπτω
- νοέω
- νόημα
- νόθος
- νομή
- νομίζω
- νομικός
- νομίμως
- νόμισμα
- νομοδιδάσκαλος
- νομοθεσία
- νομοθετέω
- νομοθέτης
- νόμος
- νοσέω
- νόσημα
- νόσος
- νοσσιά
- νοσσίον
- νοσφίζομαι
- νότος
- νουθεσία
- νουθετέω
- νουμηνία
- νουνεχῶς
- νοῦς
- νύμφη
- νυμφίος
- νυμφών
- νῦν
- νυνί
- νύξ
- νυστάζω
- νύττω
- νυχθήμερον
- νωθρός
- νῶτος