βʹ=2; β͵=2000
- βαθμός
- βάθος
- βαθύνω
- βαθύς
- βαΐον
- βαλάντιον
- βάλλω
- βαπτίζω
- βάπτισμα
- βαπτισμός
- βαπτιστής
- βάπτω
- βάρβαρος
- βαρέω
- βαρέως
- βάρος
- βαρύς
- βαρύτιμος
- βασανίζω
- βασανισμός
- βασανιστής
- βάσανος
- βασιλεία
- βασίλειον
- βασίλειος
- βασιλεύς
- βασιλεύω
- βασιλικός
- βασίλισσα
- βάσις
- βασκαίνω
- βαστάζω
- βάτος
- βάτραχος
- βαττολογέω
- βδέλυγμα
- βδελυκτός
- βδελύσσομαι
- βέβαιος
- βεβαιόω
- βεβαίωσις
- βέβηλος
- βεβηλόω
- βέλος
- βέλτιον
- βῆμα
- βήρυλλος
- βία
- βιάζομαι
- βίαιος
- βιαστής
- βιβλαρίδιον
- βιβλίον
- βίβλος
- βίος
- βιόω
- βίωσις
- βιωτικός
- βλαβερός
- βλάπτω
- βλαστάνω
- βλασφημέω
- βλασφημία
- βλάσφημος
- βλέμμα
- βλέπω
- βλητέος
- βοάω
- βοή
- βοήθεια
- βοηθέω
- βοηθός
- βόθυνος
- βολή
- βολίζω
- βόρβορος
- βοῤῥᾶς
- βόσκω
- βοτάνη
- βότρυς
- βουλεύομαι
- βουλεύτης
- βουλή
- βούλημα
- βούλομαι
- βουνός
- βοῦς
- βραβεῖον
- βραβεύω
- βραδύνω
- βραδυπλοέω
- βραδύς
- βραδυτής
- βραχίων
- βραχύς
- βρέφος
- βρέχω
- βροντή
- βροχή
- βρόχος
- βρυγμός
- βρύχω
- βρύω
- βρῶμα
- βρώσιμος
- βρῶσις
- βρώσκω
- βυθίζω
- βυθός
- βυρσεύς
- βύσσινος
- βύσσος
- βωμός