γʹ=3; γ͵=3000
- γάγγραινα
- γάζα
- γαζοφυλάκιον
- γάλα
- γαλήνη
- γαμέω
- γαμίσκομαι
- γάμος
- γάρ
- γαστήρ
- γέ
- γέεννα
- γείτων
- γελάω
- γέλως
- γεμίζω
- γέμω
- γενεά
- γενεαλογέομαι
- γενεαλογία
- γενέσια
- γένεσις
- γενετή
- γεννάω
- γέννημα
- γεννητός
- γένος
- γερουσία
- γέρων
- γεύομαι
- γεωργέομαι
- γεώργιον
- γεωργός
- γῆ
- γῆρας
- γηράσκω
- γίνομαι
- γινώσκω
- γινώσκομαι
- γλεῦκος
- γλυκύς
- γλῶσσα
- γλωσσόκομον
- γναφεύς
- γνήσιος
- γνησίως
- γνόφος
- γνώμη
- γνωρίζω
- γνῶσις
- γνώστης
- γνωστός
- γογγύζω
- γογγυσμός
- γογγυστής
- γόης
- γόμος
- γονεύς
- γόνυ
- γονυπετέω
- γράμμα
- γραμματεύς
- γραπτός
- γραφή
- γράφω
- γραώδης
- γρηγορέω
- γυμνάζω
- γυμνασία
- γυμνητεύομαι
- γυμνός
- γυμνότης
- γυναικάριον
- γυναικεῖος
- γυνή
- γωνία