μʹ=40; μ͵=40000
- μαγεία
- μαγεύω
- μάγος
- μαθητεύω
- μαθητής
- μαθήτρια
- μαίνομαι
- μακαρίζω
- μακάριος
- μακαρισμός
- μάκελλον
- μακράν
- μακρόθεν
- μακροθυμέω
- μακροθυμία
- μακροθύμως
- μακρός
- μακροχρόνιος
- μαλακία
- μαλακός
- μάλιστα
- μᾶλλον
- μάμμη
- μαμμωνᾶς
- μαμωνᾶς
- μανθάνω
- μανία
- μάννα
- μαντεύομαι
- μαραίνομαι
- μαρὰν ἀθά
- μαργαρίτης
- μάρμαρον
- μάρτυρ
- μαρτυρέομαι
- μαρτυρέω
- μαρτυρία
- μαρτύριον
- μαρτύρομαι
- μάρτυς
- μασσάομαι
- μαστιγόω
- μαστίζω
- μάστιξ
- μαστός
- ματαιολογία
- ματαιολόγος
- ματαιόομαι
- μάταιος
- ματαιότης
- μάτην
- μάχαιρα
- μάχη
- μάχομαι
- μέ
- μεγαλαυχέω
- μεγαλεῖα
- μεγαλειότης
- μεγαλοπρεπής
- μεγαλύνω
- μεγάλως
- μεγαλωσύνη
- μέγας
- μέγεθος
- μεγιστᾶνες
- μέγιστος
- μεθερμηνεύομαι
- μέθη
- μεθιστάνω
- μεθίστημι
- μεθοδεία
- μεθόρια
- μεθύσκομαι
- μέθυσος
- μεθύω
- μεῖζον
- μειζότερος
- μείζων
- μέλαν
- μέλας
- μέλει
- μελετάω
- μέλι
- μελίσσιος
- μέλλω
- μέλος
- μεμβράνα
- μέμφομαι
- μεμψίμοιρος
- μέν
- μενοῦνγε
- μέντοι
- μένω
- μερίζω
- μέριμνα
- μεριμνάω
- μερίς
- μερισμός
- μεριστής
- μέρος
- μεσημβρία
- μεσιτεύω
- μεσίτης
- μεσονύκτιον
- μέσος
- μεσότοιχον
- μεσουράνημα
- μεσόω
- μεστός
- μεστόω
- μετά
- μεταβαίνω
- μεταβάλλομαι
- μετάγω
- μεταδίδωμι
- μετάθεσις
- μεταίρω
- μετακαλέομαι
- μετακινέω
- μεταλαμβάνω
- μετάληψις
- μεταλλάττω
- μεταμέλομαι
- μεταμορφόομαι
- μετανοέω
- μετάνοια
- μεταξύ
- μεταπέμπω
- μεταστρέφω
- μετασχηματίζω
- μετατίθημι
- μετέπειτα
- μετέχω
- μετεωρίζομαι
- μετοικεσία
- μετοικίζω
- μετοχή
- μέτοχος
- μετρέω
- μετρητής
- μετριοπαθέω
- μετρίως
- μέτρον
- μέτωπον
- μέχρι
- μέχρις
- μή
- μὴ οὐκ
- μή ποτε
- μή πως
- μή τις
- μήγε
- μηδαμῶς
- μηδέ
- μηδείς
- μηδεμία
- μηδέν
- μηδέποτε
- μηδέπω
- μηκέτι
- μῆκος
- μηκύνομαι
- μηλωτή
- μήν
- μηνύω
- μήποτε
- μήπω
- μήπως
- μηρός
- μήτε
- μήτηρ
- μήτι
- μήτις
- μήτρα
- μητραλῴης
- μία
- μιαίνω
- μίασμα
- μιασμός
- μίγμα
- μίγνυμι
- μικρόν
- μικρός
- μικρότερος
- μίλιον
- μιμέομαι
- μιμητής
- μιμνήσκομαι
- μισέω
- μισθαποδοσία
- μισθαποδότης
- μίσθιος
- μισθόομαι
- μισθός
- μίσθωμα
- μισθωτός
- μνᾶ
- μνάομαι
- μνεία
- μνῆμα
- μνημεῖον
- μνήμη
- μνημονεύω
- μνημόσυνον
- μνηστεύομαι
- μογιλάλος
- μόγις
- μόδιος
- μοί
- μοιχαλίς
- μοιχάομαι
- μοιχεία
- μοιχεύω
- μοιχός
- μόλις
- μολύνω
- μολυσμός
- μομφή
- μονή
- μονογενής
- μόνον
- μονόομαι
- μόνος
- μονόφθαλμος
- μορφή
- μορφόομαι
- μόρφωσις
- μοσχοποίεω
- μόσχος
- μοῦ
- μουσικός
- μόχθος
- μυελός
- μυέομαι
- μῦθος
- μυκάομαι
- μυκτηρίζομαι
- μυλικός
- μύλος
- μυριάς
- μυρίζω
- μύριοι
- μύρον
- μυστήριον
- μυωπάζω
- μώλωψ
- μωμέομαι
- μῶμος
- μωραίνω
- μωρία
- μωρολογία
- μωρός