οʹ=70; ο͵=70000
- ὁ
- ὅ ἐστι
- ὁ ὤν καὶ ὁ ἦν καὶ ὁ ἐρχόμενος
- ὀγδοήκοντα
- ὄγδοος
- ὄγκος
- ὅδε
- ὁδεύω
- ὁδηγέω
- ὁδηγός
- ὁδοιπορέω
- ὁδοιπορία
- ὁδός
- ὀδούς
- ὀδυνάομαι
- ὀδυνή
- ὀδυρμός
- ὄζω
- ὅθεν
- ὀθόνη
- ὀθόνιον
- οἴδα
- οἰκεῖος
- οἴκετεία
- οἰκέτης
- οἰκέω
- οἴκημα
- οἰκητήριον
- οἰκία
- οἰκιακός
- οἰκοδεσποτέω
- οἰκοδεσπότης
- οἰκοδομέω
- οἰκοδομή
- οἰκονομέω
- οἰκονομία
- οἰκονόμος
- οἶκος
- οἰκουμένη
- οἰκουρός
- οἰκτειρέω
- οἰκτείρω
- οἰκτιρμός
- οἰκτίρμων
- οἴμαι
- οἰνοπότης
- οἶνος
- οἰνοφλυγία
- οἴομαι
- οἷος
- οἴσει
- οἴσουσι
- οἴσω
- ὀκνέω
- ὀκνηρός
- ὀκταήμερος
- ὀκτώ
- ὄλεθρος
- ὀλιγόπιστος
- ὀλίγος
- ὀλιγόψυχος
- ὀλιγωρέω
- ὀλίγως
- ὀλοθρευτής
- ὀλοθρεύω
- ὁλοκαύτωμα
- ὁλοκληρία
- ὁλόκληρος
- ὀλολύζω
- ὅλος
- ὁλοτελής
- ὄλυνθος
- ὅλως
- ὄμβρος
- ὁμιλέω
- ὁμιλία
- ὁμίχλη
- ὄμμα
- ὅμνυμι
- ὀμνύω
- ὁμοθυμαδόν
- ὁμοιοπαθής
- ὅμοιος
- ὁμοιότης
- ὁμοιόω
- ὁμοίωμα
- ὁμοίως
- ὁμοίωσις
- ὁμολογέω
- ὁμολογία
- ὁμολογουμένως
- ὁμότεχνος
- ὁμοῦ
- ὁμόφρων
- ὀμόω
- ὅμως
- ὄν
- ὄναρ
- ὀνάριον
- ὀνειδίζω
- ὀνειδισμός
- ὄνειδος
- ὄνημι
- ὀνικός
- ὄνομα
- ὀνομάζω
- ὄνος
- ὄντα
- ὄντας
- ὄντως
- ὄξος
- ὀξύς
- ὀπή
- ὄπισθεν
- ὀπίσω
- ὅπλα
- ὁπλίζομαι
- ὁποῖος
- ὁπότε
- ὅπου
- ὀπτάνομαι
- ὀπτασία
- ὄπτομαι
- ὀπτός
- ὀπώρα
- ὅπως
- ὅραμα
- ὅρασις
- ὁρατός
- ὁράω
- ὀργή
- ὀργίζομαι
- ὀργίλος
- ὀργυιά
- ὀρέγομαι
- ὀρεινός
- ὄρεξις
- ὀρθοποδέω
- ὀρθός
- ὀρθοτομέω
- ὀρθρίζω
- ὀρθρινός
- ὄρθρος
- ὀρθῶς
- ὅρια
- ὁρίζω
- ὁρκίζω
- ὅρκος
- ὁρκωμοσία
- ὁρμάω
- ὁρμή
- ὅρμημα
- ὄρνεον
- ὄρνις
- ὁροθεσία
- ὄρος
- ὀρύσσω
- ὀρφανός
- ὀρχέομαι
- ὅς
- ὁσάκις
- ὅσιος
- ὁσιότης
- ὁσίως
- ὀσμή
- ὅσος
- ὀστέον
- ὅστις
- ὀστράκινος
- ὄσφρησις
- ὀσφύς
- ὅταν
- ὅτε
- ὅτι
- ὅτου
- οὐ
- οὗ
- οὐ μή
- οὐκ
- οὐκ ἔτι
- οὐά
- οὐαί
- οὐδαμῶς
- οὐδέ
- οὐδείς
- οὐδέποτε
- οὐδέπω
- οὐθέν
- οὐκέτι
- οὐκοῦν
- οὖν
- οὔπω
- οὐρά
- οὐράνιος
- οὐρανόθεν
- οὐρανός
- οὖς
- οὔσα
- οὔση
- οὐσία
- οὔτε
- οὕτοι
- οὕτος
- οὕτω
- οὕτως
- οὐχ
- οὐχί
- ὀφειλέτης
- ὀφειλή
- ὀφείλημα
- ὀφείλω
- ὄφελον
- ὄφελος
- ὀφθαλμοδουλεία
- ὀφθαλμός
- ὄφις
- ὀφρύς
- ὀχλέομαι
- ὀχλοποιέω
- ὄχλος
- ὀχύρωμα
- ὀψάριον
- ὀψέ
- ὀψία
- ὄψιμος
- ὄψις
- ὀψώνιον