ιʹ=10; ι͵=10000
- κᾀγώ
- καθά
- καθαίρεσις
- καθαιρέω
- καθαίρω
- καθάπερ
- καθάπτω
- καθαρίζω
- καθαρισμός
- καθαρός
- καθαρότης
- καθέδρα
- καθέζομαι
- καθεἴς
- κἆθʹ εἵς
- καθεξῆς
- καθεύδω
- καθηγητής
- καθῆκον
- κάθημαι
- καθʹ ἡμέραν
- καθημερινός
- καθίζω
- καθίημι
- καθίστημι
- καθό
- καθόλου
- καθοπλίζομαι
- καθοράω
- καθότι
- καθώς
- καί
- καινός
- καινότης
- καίπερ
- καιρός
- καίτοι
- καίτοιγε
- καίω
- κᾀκεῖ
- κᾀκεῖθεν
- κᾀκεῖνος
- κακία
- κακοήθεια
- κακολογέω
- κακοπάθεια
- κακοπαθέω
- κακοποιέω
- κακοποιός
- κακός
- κακοῦργος
- κακουχούμενος
- κακόω
- κακῶς
- κάκωσις
- καλάμη
- κάλαμος
- καλέω
- καλλιέλαιος
- καλλίον
- καλοδιδάσκαλος
- καλοποιῶν
- καλός
- κάλυμμα
- καλύπτω
- καλῶς
- κᾀμέ
- κάμηλος
- κάμινος
- καμμύω
- κάμνω
- κᾀμοί
- κάμπτω
- κᾄν
- κανών
- καπηλεύω
- καπνός
- καρδία
- καρδιογνώστης
- καρπός
- καρποφορέω
- καρποφόρος
- καρτερέω
- κάρφος
- κατά
- καταβαίνω
- καταβάλλω
- καταβαρέω
- καταβαρύνω
- κατάβασις
- καταβιβάζομαι
- καταβολή
- καταβραβεύω
- καταγγελεύς
- καταγγέλλω
- καταγελάω
- καταγινώσκω
- κατάγνυμι
- κατάγω
- καταγωνίζομαι
- καταδέω
- κατάδηλος
- καταδικάζω
- καταδίκη
- καταδιώκω
- καταδουλόω
- καταδρέμω
- καταδυναστεύω
- καταισχύνω
- κατακαίω
- κατακαλύπτομαι
- κατακαυχάομαι
- κατάκειμαι
- κατακλάω
- κατακλάζω
- κατακλείω
- κατακληρονομέω
- κατακλίνω
- κατακλύζομαι
- κατακλυσμός
- κατακολουθέω
- κατακόπτω
- κατακρημνίζω
- κατάκριμα
- κατακρίνω
- κατάκρισις
- κατακυριεύω
- καταλαλέω
- καταλαλιά
- κατάλαλος
- καταλαμβάνω
- καταλέγομαι
- κατάλειμμα
- καταλείπω
- καταλιθάζω
- καταλλαγή
- καταλλάσσω
- κατάλοιπος
- κατάλυμα
- καταλύω
- καταμανθάνω
- καταμαρτυρέω
- καταμένω
- καταμόνας
- κατανάθεμα
- καταναθεματίζω
- καταναλίσκω
- καταναρκέω
- κατανεύω
- κατανοέω
- καταντάω
- κατάνυξις
- κατανύσσω
- καταξιόομαι
- καταπατέω
- κατάπαυσις
- καταπαύω
- καταπέτασμα
- καταπίνω
- καταπίπτω
- καταπλέω
- καταπονέομαι
- καταποντίζομαι
- κατάρα
- καταράομαι
- καταργέω
- καταριθμέομαι
- καταρτίζω
- κατάρτισις
- καταρτισμός
- κατασείω
- κατασκάπτω
- κατασκευάζω
- κατασκηνόω
- κατασκήνωσις
- κατασκιάζω
- κατασκοπέω
- κατάσκοπος
- κατασοφίζομαι
- καταστέλλω
- κατάστημα
- καταστολή
- καταστρέφω
- καταστρηνιάζω
- καταστροφή
- καταστρώννυμι
- κατασύρω
- κατασφάττω
- κατασφραγίζομαι
- κατάσχεσις
- κατατίθημι
- κατατομή
- κατατρέχω
- καταφάγω
- καταφέρω
- καταφεύγω
- καταφθείρω
- καταφιλέω
- καταφρονέω
- καταφρονητής
- καταχέω
- καταχθόνιος
- καταχράομαι
- καταψύχω
- κατείδωλος
- κατέναντι
- κατενώπιον
- κατεξουσιάζω
- κατεργάζομαι
- κατέρχομαι
- κατεσθίω
- κατευθύνω
- κατεφίστημι
- κατέχω
- κατηγορέω
- κατηγορία
- κατήγορος
- κατήφεια
- κατηχέω
- κατιόομαι
- κατισχύω
- κατοικέω
- κατοίκησις
- κατοικητήριον
- κατοικία
- κατοπτρίζομαι
- κατόρθωμα
- κάτω
- κατωτέρω
- κατώτερος
- καῦμα
- καυματίζω
- καῦσις
- καυσόω
- καύσων
- καυτηριάζομαι
- καυχάομαι
- καύχημα
- καύχησις
- κεῖμαι
- κειρίαι
- κείρω
- κέλευσμα
- κελεύω
- κενοδοξία
- κενόδοξος
- κενός
- κενοφωνία
- κενόω
- κέντρον
- κεντυρίων
- κενῶς
- κεραία
- κεραμεύς
- κεραμικός
- κεράμιον
- κέραμος
- κεράννυμι
- κέρας
- κεράτιον
- κεράω
- κερδαίνω
- κέρδος
- κέρμα
- κερματιστής
- κεφάλαιον
- κεφαλιόω
- κεφαλή
- κεφαλίς
- κῆνσος
- κῆπος
- κηπουρός
- κηρίον
- κήρυγμα
- κήρυξ
- κηρύσσω
- κῆτος
- κιβωτός
- κιθάρα
- κιθαρίζω
- κιθαρῳδός
- κινάμωμον
- κινδυνεύω
- κίνδυνος
- κινέω
- κίνησις
- κλάδος
- κλάζω
- κλαίω
- κλάσις
- κλάσμα
- κλαυθμός
- κλάω
- κλείς
- κλείω
- κλέμμα
- κλέος
- κλέπτης
- κλέπτω
- κλῆμα
- κληρονομέω
- κληρονομία
- κληρονόμος
- κληρόομαι
- κλῆρος
- κλῆσις
- κλητός
- κλίβανος
- κλῖμα
- κλίνη
- κλινίδιον
- κλίνω
- κλισία
- κλοπή
- κλύδων
- κλυδωνίζομαι
- κνήθω
- κοδράντης
- κοιλία
- κοιμάομαι
- κοίμησις
- κοινός
- κοινόω
- κοινωνέω
- κοινωνία
- κοινωνικός
- κοινωνός
- κοίτη
- κοιτών
- κόκκινος
- κόκκος
- κολάζομαι
- κολακεία
- κόλασις
- κολαφίζω
- κολλάω
- κολλούριον
- κολλυβιστής
- κολοβόω
- κόλπος
- κολυμβάω
- κολυμβήθρα
- κολώνια
- κομάω
- κόμη
- κομίζω
- κομψότερον
- κονιάω
- κονιορτός
- κοπάζω
- κοπετός
- κοπή
- κοπιάω
- κόπος
- κοπρία
- κόπτω
- κόραξ
- κοράσιον
- κορβᾶν
- κορβανᾶν
- κορέννυμι
- κόρος
- κοσμέω
- κοσμικός
- κόσμιος
- κοσμοκράτωρ
- κόσμος
- κοῦμι
- κουστωδία
- κουφίζω
- κόφινος
- κράββατος
- κράζω
- κραιπάλη
- κρανίον
- κράσπεδον
- κραταιός
- κραταιόω
- κρατέω
- κράτιστος
- κράτος
- κραυγάζω
- κραυγή
- κρέας
- κρεῖσσον
- κρείσσων
- κρείττων
- κρέμαμαι
- κρεμάω
- κρημνός
- κριθή
- κρίθινος
- κρίμα
- κρίνον
- κρίνω
- κρίσις
- κριτήριον
- κριτής
- κριτικός
- κρούω
- κρυπτός
- κρύπτω
- κρυσταλλίζω
- κρύσταλλος
- κρυφῆ
- κτάομαι
- κτῆμα
- κτῆνος
- κτήτωρ
- κτίζω
- κτίσις
- κτίσμα
- κτίστης
- κυβεία
- κυβέρνησις
- κυβερνήτης
- κυκλόθεν
- κυκλόω
- κύκλῳ
- κυλίομαι
- κύλισμα
- κυλλός
- κῦμα
- κύμβαλον
- κύμινον
- κυνάριον
- κύπτω
- κυρία
- κυριακός
- κυριεύω
- κύριος
- κυριότης
- κυρόω
- κύων
- κῶλον
- κωλύω
- κώμη
- κωμόπολις
- κῶμος
- κώνωψ
- κωφός